| 
  • If you are citizen of an European Union member nation, you may not use this service unless you are at least 16 years old.

  • You already know Dokkio is an AI-powered assistant to organize & manage your digital files & messages. Very soon, Dokkio will support Outlook as well as One Drive. Check it out today!

View
 

Λογοτεχνία

Page history last edited by Dimitris 13 years, 11 months ago


 

Ernest Hemingway - For Whom the Bell Tolls

Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος του ένα Νησί ακέραιο και ξεχωριστό·
κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της Ηπείρου, ένα κομμάτι της ενδοχώρας·
αν η θάλασσα πάρει μαζί της ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη λιγοστεύει, σαν να ήταν ένα Ακρωτήρι ή σαν να ήταν ένας Πύργος, φίλων σου ή δικός σου·
ο θάνατος του κάθε ανθρώπου με λιγοστεύει, γιατί ανήκω στην Ανθρωπότητα.
Γι' αυτό, μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα·
για σένα χτυπά.

 

 

ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΟΡΩΝ

Οι ιστορίες των Ελλήνων μεταναστών ανά τη γη έχουν λίγο πολύ γίνει γνωστές είτε μέσα από τα αναρίθμητα μυθιστορήματα είτε από την προφορική παράδοση ή από επιστημονικές μελέτες σχετικά με τα αίτια της μετανάστευσης και τις συνθήκες διαβίωσης των συμπατριωτών μας, οι οποίοι εγκατέλειψαν τον τόπο τους, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στα ξένα. Πονεμένες ιστορίες, προκατάληψη σε βάρος των μεταναστών, βάσανα, νοσταλγία για την πατρίδα αλλά και προσαρμογή, προκοπή και αγάπη για τη νέα πατρίδα έχουν αποτυπωθεί σε δεκάδες βιβλία και έχουν γίνει τραγούδι, που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα.

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Μπορεί οι περισσότεροι να τον μάθαμε ως δημοσιογράφο των "ΝΕΩΝ" αλλά, μέχρι να φτάσει σε αυτό το σημείο, πέρασε από μύρια βάσανα, ως οικονομικός μετανάστης στη χώρα μας και, μάλιστα, προερχόμενος από τη γείτονα Αλβανία με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό στα μυαλά πάμπολλων συμπολιτών μας. Τις πρώτες του μέρες στην Ελλάδα αλλά και μια εισαγωγή στην ψυχολογία του οικονομικού μετανάστη κατέγραψε στο βιβλίο του "ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΟΡΩΝ"(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΙΒΑΝΗ), όπου οι περιπέτειές του κατά την πρώτη του εβδομάδα στην Ελλάδα εναλλάσσεται με την καταγραφή των συναισθημάτων, που νοιώθει ο οικονομικός μετανάστης από τη στιγμή, που θα πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα μέχρι τη στιγμή, που θα τακτοποιηθεί οικονομικά, χωρίς, όμως, σε πολλές περιπτώσεις, να γίνει αποδεκτός από τον περίγυρό του. Σε όλο το βιβλίο κυριαρχεί μια γλυκόπικρη διάθεση, όπου το κωμικό στοιχείο συνυπάρχει με το τραγικό και καταδεικνύουν τον παραλογισμό της Αλβανίας, από τον οποίο θέλησε να ξεφύγει ο συγγραφέας - χαρακτηριστική είναι η ιστορία της ξαδελφής ενός εκ των συντρόφων του συγγραφέα τις μέρες της εισόδου στην Ελλάδα, η οποία έχασε τη δουλειά της και εξορίστηκε, εξαιτίας μιας ..... πορδής-, αλλά και τον ελληνικό παραλογισμό, ο οποίος υποδέχθηκε τόσο αυτόν όσο και το σύνολο των οικονομικών μεταναστών της τελευταίας εικοσαετίας.

Ο πόθος του συγγραφέα να ξεφύγει από την ειρκτή, στην οποία είχε μετατρέψει την Αλβανία ο Ενβέρ Χότζα (ακόμα και ο εκλεκτός του Κόμματος Ισμαήλ Κανταρέ δε διστάζει να το υπαινιχθεί στα βιβλία του), και να γνωρίσει τι υπάρχει παραέξω - άποψη, την οποία συμμερίζονταν και οι περισσότεροι συμπατριώτες του συγγραφέα - τσακίζεται αρχικά στη σκληρή πραγματικότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν είχε προετοιμαστεί για να υποδεχτεί οικονομικούς μετανάστες, για να μετατραπεί σταδιακά σε επιθυμία να προκόψει και να γίνει αποδεκτός στη νέα πατρίδα του. Ο ρατσισμός καραδοκεί σε κάθε βήμα, έτοιμος να ψέξει τον "κωλο-Αλβανό", που ήλθε απρόσκλητος στη χώρα μας, να του προσάψει τα χίλια μύρια εγκλήματα, που λαμβάνουν χώρα σε αυτή, να τον κατηγορήσει, που διεκδικεί δικαιώματα και γενικά να του θυμίζει κάθε στιγμή, ότι είναι ξένος και ότι χωρίς αυτόν θα κοιμόμαστε και πάλι με ανοικτά παράθυρα.

Και ο μετανάστης αγωνίζεται να επιβιώσει και να πείσει τους ντόπιους, ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν και να το δουν σα δικό τους, παλεύοντας να κρατήσει ένα κομμάτι της πατρίδας του μέσα του, προτού δει τα παιδιά του να την απαρνούνται για χάρη της νέας πατρίδας, όσο και αν αυτή δεν τους δέχεται (μπόλικα τα παραδείγματα, όρεξη να έχετε να καταμετράτε). Βέβαια, σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να αγιοποιήσει το σύνολο των συμπατριωτών, του που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, αφού οι αναφορές του σε πρόσωπα, τα οποία είδαν το άνοιγμα των συνόρων της Αλβανίας σα μια ευκαιρία να εκδηλώσουν παραβατικές συμπεριφορές, δεν απουσιάζουν, αλλά να διεκδικήσει το δικαίωμά του να συνυπάρξει μαζί μας και, κυρίως, να πατάξει το ρατσισμό, ο οποίος ακόμα και τώρα, 18 χρόνια μετά την είσοδό τους στην Ελλάδα, δεν έχει πάψει να τον κυνηγάει. Στηλιτεύει την ταλαιπωρία, που περιμένει του χιλιάδες μετανάστες μπροστά από τις υπηρεσίες, που εκδίδουν τις άδειες παραμονής, τα κυκλώματα, που εκμεταλλεύονται την αγωνία του μετανάστη για νομιμοποίηση, ώστε να του απομυζήσουν όσο το δυνατό περισσότερα χρήματα είτε εδώ είτε στην Αλβανία, χωρίς, όμως, να κρύβει την αγάπη του για τον τόπο, όπου τώρα προκόβει η οικογένειά του και μεγαλώνει το παιδί του. Και διαλύει την ψευδαίσθηση, ότι τώρα, που είναι μια αναγνωρίσιμη φιγούρα στην Ελλάδα, έχει κοπάσει η ρατσιστική διάθεση των συμπολιτών μας εναντίον του.

      Ο λόγος του Γκαζμέντ Καπλάνι σηματοδοτεί την έναρξη μιας εποχής, όπου πρόσωπα γράφουν και συχνά σκέφτονται στην ελληνική γλώσσα, χωρίς αυτή να είναι η μητρική τους, με σημαντική αξία για τον πολιτισμό μας (όσο αδόκιμη και αν ακουστεί η σύγκριση, θυμηθείτε την προσφορά στην αγγλική λογοτεχνία του Πολωνού μετανάστη Τζόζεφ Κόνραντ). Και επισημαίνει, ότι δεν έχει πάψει να αγωνίζεται για το δικαίωμά του να βρει μια θέση στην κοινωνία μας, έχοντας, πλέον, τη δυνατότητα να αρθρώσει ένα στρωτό λόγο, ο οποίος θα φτάσει σε περισσότερα ευαίσθητα αυτιά. Βιβλίο, που συγκινεί και προβληματίζει για τη μοίρα του οικονομικού μετανάστη στη χώρα μας, χωρίς να πλατειάζει και να κουράζει και με αρκετές πινελιές χιούμορ, διαβάζεται απνευστί και συνιστάται για όσους φρονούν, ότι ο ρατσισμός αφορά μόνο τους πρόσφατους μετανάστες στη χώρα μας.

 

 

 

Στο δρόμο για το Βούπερταλ 

Στο δρόμο για το Βούπερταλ

O ρινόκερος . Ευγένιου Ιονέσκο 

Ο ΡΙΝΟΚΕΡOΣ Ευγ. Ιονέσκο

 

 

 

΄Ιχνη ρήγματος

 

Στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ιχνη ρήγματος», που, δαφνοστεφανωμένο με το γαλλικό Φεμινά, μόλις κυκλοφόρησε και στη χώρα μας , η Καναδέζα Νάνσι Χιούστον αναφέρεται σ' ένα όχι και τόσο γνωστό, αλλά με ανυπολόγιστες συνέπειες ιστορικό γεγονός, το οποίο και λειτούργησε ως έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου της.

Ο λόγος για το πρόγραμμα «γερμανοποίησης» ξένων παιδιών που τέθηκε σ' εφαρμογή την περίοδο 1940-1945 στα κατεχόμενα από τη Βέρμαχτ εδάφη, προκειμένου ν' αναπληρωθούν οι γερμανικές πολεμικές απώλειες. Όπως αναφέρει η Χιούστον σε επεξηγηματικό της σημείωμα, περισσότερα από διακόσιες χιλιάδες παιδιά από την Πολωνία, την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες κλάπηκαν με εντολή του Χίμλερ κι οδηγήθηκαν σε ειδικά κέντρα για να λάβουν την εκπαίδευση των «Αρίων». Όσα δε ήταν νήπια, προωθήθηκαν σε γερμανικές οικογένειες μέσω των κέντρων Lebenborn - «Πηγή ζωής» τ' αποκαλούσαν οι ναζί...

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ - Τρόμος και αθλιότητα του Γ΄Ράιχ

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τις περίφημες εικοσιτέσσερις σκηνές, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος, ανάμεσα στο 1935 καi το 1939. Μερικές απ' αυτές τις σκηνές ανεβάστηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1937, με σκηνοθεσία του συγγραφέα. Όταν ο Μπρεχτ έγραφε αυτά τα μονόπρακτα, δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί όλη η φρίκη της φασιστικής εξουσίας. 'Ηταν όμως αισθητή στη βαριά ατμόσφαιρα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, στην προετοιμασία της τρομοκρατίας με την κατασκευασμένη εκ των άνω διαστροφή της γλώσσας, με την καταπίεση, τη δυσπιστία και την υποκρισία, που κάποτε στάθηκαν πιο καταλυτικές κι από την ίδια την ωμή τρομοκρατία. Ο Μπρεχτ μας δείχνει σ' αυτές τις σκηνές, με διαύγεια που φτάνει ως τη φρίκη, πως «πολύ πριν φανούν από πάνω μας τα βομβαρδιστικά», οι γερμανικές πόλεις δεν ήταν κατοικήσιμες. 

 

 

 

«Ένας ξένος ταξιδιώτης που γύριζε απ' το Τρίτο Ράιχ και τον ρωτήσανε ποιος κυβερνάει στ' αλήθεια εκεί κάτω, αποκρίθηκε: Ο τρόμος. Φοβισμένος σταματάει ο σοφός στη μέση τη συζήτηση και κοιτάει κατάχλωμος το φτενό τοίχo του γραφείου του. Ο δάσκαλος δε μπορεί να κλείσει μάτι γιατί τον τριβελίζει μια λέξη διφορούμενη που είπε φευγαλέα ο επιθεωρητής. 

Η γριούλα στό μπακάλικο βάζει τα τρεμουλιαστά της δάχτυλα στο στόμα, μην της ξεφύγει μια θυμωμένη λέξη για τα χάλια του αλευριού. Τρομοκρατημένος βλέπει ο γιατρός τα σημάδια του στραγγαλισμού στο λαιμό του αρρώστου. Γεμάτοι φόβο κοιτάνε οι γονείς τα παιδιά τους σαν προδότες. Ακόμα κι οι ετοιμοθάνατοι χαμηλώνουν πιο πολύ τη σβησμένη τους φωνή καθώς αποχαιρετάνε τους δικούς τους.Αλλά κι οι άνθρωποι με τα καφετιά πουκάμισα 

τρέμουν εκείνον που δε σηκώνει ψηλά το χέρι και φοβούνται όποιον τους λέει καλημέρα. Οι τσιριχτές φωνές αυτών που διατάζουν είναι γεμάτες τρόμο σαν τα σκουξίματα των γουρουνιών που περιμένουν του χασάπη το μαχαίρι, και οι χοντροί τους πισινοί στάζουν ιδρώτα φόβου πάνω στις πολυθρόνες του γραφείου τους. 

Αφιονισμένοι από τον τρόμο χυμάνε μες στα σπίτια και ψαχουλεύουν μέσα στους απόπατους κι ο φόβος είναι κείνος που τους κάνει βιβλιοθήκες ολόκληρες να καίνε. Έτσι ο τρόμος κυβερνάει όχι μόνο τους κυβερνημένους άλλα και τους κυβερνήτες. Γιατί τρέμουν τόσο πολύ την τίμια λέξη; Βλέποντας την πελώρια δύναμη του καθεστώτος τα στρατόπεδα του και τα υπόγεια των βασανισμών τους καλοθρεμένους του χαφιέδες τους φοβισμένους ή αγορασμένους δικαστές του τις χαρτοθήκες του με τους φακέλους των υπόπτων που ως το ταβάνι γεμίζουνε χτίρια ολόκληρα θα 'λεγες πως δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την τίμια λέξη ενός απλού άνθρωπου. 

Όμως το Τρίτο Ράιχ τους μοιάζει με το τεράστιο κάστρο που 'χε χτίσει ο Τάρ, ο Ασσύριος και που, καθώς λέει ο θρύλος, κανείς στρατός νά τό πατήσει δε μπορούσε, άλλα όταν μια λέξη ειπώθηκε δυνατά εντός του εσωριάστη σκόνη.»

"Μοσκώβ Σελήμ" Γ. Μ. Βιζυηνού

 

Πρόκειται για την ιστορία ενός Τούρκου που στο πρόσωπό του ο Γ. Βιζυηνός εξετίμησε «ουχί τον άσπονδον εχθρόν του Έθνους του, αλλ' απλώς τον άνθρωπο» σε ένα από τα τελευταία του ταξίδια στα σύνορα, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. 

 

"Μοσκώβ Σελήμ" Γ. Μ. Βιζυηνού

Comments (0)

You don't have permission to comment on this page.