Τα πρώτα ψήγματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας μπορούν να ανακαλυφθούν ήδη από τις απαρχές της ανθρωπότητας και την καταγραφή των ιστορικών στοιχείων. Δεν ήταν η χρησιμοποίηση των Εβραίων από τους Αιγυπτίους στην αρχαία Αίγυπτο ως σκλάβους- εργάτες κατώτερης κοινωνικής τάξης, ένδειξη και αποτέλεσμα ρατσισμού και ξενοφοβίας;
Στα τέλη του 19ου αιώνα διαμορφώνεται σταδιακά ένα διανοητικό ρεύμα επηρεασμένο από τις εθνικιστικές ιδέες, αλλά και από τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις για την κοινωνία. Ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος ήταν ο Nietzsche , ο οποίος αμφισβήτησε έντονα τον εθνικισμό και την υπάρχουσα κοινωνική δομή (Tanner, 1994). Την εποχή εκείνη ισχυροποιούνται οι λεγόμενες θεωρίες του κοινωνικού Δαρβινισμού περί ανώτερων και κατώτερων όντων, οι οποίες πρεσβεύουν ότι οι διάφορες φυλές του πλανήτη είναι από τη φύση ιεραρχημένες. Οι θεωρίες αυτές βόλευαν ιδιαίτερα τις μετέπειτα βιομηχανικές χώρες (Αμερικάνικη ήπειρος, αποικιακές δυνάμεις κλπ.), που χρησιμοποιούσαν τη «δουλεία» ως πρακτική για την εκμετάλλευση φθηνού εργατικού δυναμικού και την βιομηχανική ανάπτυξή τους (Σκόρδας, 2004).
Ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες ήταν έντονη η ρατσιστική αντίληψη.
Αρχαία Ελλάδα
Άπαρχάϊντ
Ο όρος απαρτχάιντ εισήχθη τη δεκαετία του 1930 και χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό σλόγκαν του Εθνικού Κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Αυτή καθαυτή η πολιτική υπήρχε ήδη από την εγκατάσταση των λευκών στη Νότιο Αφρική το 1652, αλλά μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Κόμμα το 1948, το απαρτχάιντ συστηματοποιήθηκε και νομικά.
Η εφαρμογή της πολιτικής που αργότερα έμεινε γνωστή ως "χωριστή ανάπτυξη", έγινε δυνατή με την "Πράξη Ταξινόμησης του Πληθυσμού" το 1950. Σύμφωνα με αυτή οι Νοτιοαφρικάνοι χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: τους Μπαντού (Μαύρους Αφρικανούς), τους Λευκούς και τους Έγχρωμους (Μιγάδες). Μια τέταρτη κατηγορία, οι Ασιάτες (Ινδοί και Πακιστανοί), προστέθηκε αργότερα.Το σύστημα του απαρτχάιντ επεκτάθηκε μέσω μιας σειράς νόμων που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 1950: την "Πράξη για τις Περιοχές των Ομάδων" που όριζε τους διαφορετικούς τομείς κατοικίας και δουλειάς των φυλών στις αστικές περιοχές, και τις "Πράξεις για την Γη" (1950, 1954), που εμπόδιζε την πρόσβαση των μη λευκών σε ορισμένες περιοχές. Αυτοί οι νόμοι περιόρισαν ακόμα περισσότερο το ήδη μειωμένο δικαίωμα των μαύρων Αφρικανών στην κατοχή γης, παγιώνοντας τον έλεγχο της λευκής μειοψηφίας στο 80% των Νοτιοαφρικανικών εδαφών.Επιπλέον, άλλοι νόμοι απαγόρευσαν τις περισσότερες κοινωνικές επαφές μεταξύ των φυλών, επέβαλαν τον διαχωρισμό των δημόσιων υπηρεσιών και των εκπαιδευτικών συστημάτων, δημιούργησαν κατηγορίες εργασίας για κάθε φυλή, περιόρισαν την δύναμη των ενώσεων των μη λευκών και καταστρατήγησαν την συμμετοχή των μη λευκών στην κυβέρνηση.Η "Πράξη των Αρχών των Μπαντού" το 1951 και η "Πράξη Προώθησης της Αυτοδιοίκησης των Μπαντού" το 1959 επέκτειναν τους διαχωρισμούς μεταξύ των φυλών με τη δημιουργία 10 αφρικανικών "πατρίδων", που τέθηκαν υπό την διοίκηση οργανώσεων φυλών που φέρονταν να έχουν επανιδρυθεί. Η "Πράξη για την Ιθαγένεια των Πατρίδων των Μπαντού" όρισε κάθε μαύρο Νοτιοαφρικάνο ως πολίτη μιας από αυτές τις "πατρίδες", αποκλείοντας έτσι αποτελεσματικά τους μαύρους από την πολιτική σκηνή της Νοτίου Αφρικής. Οι περισσότερες από τις "πατρίδες", λόγω έλλειψης φυσικών πόρων, δεν ήταν οικονομικά βιώσιμες, και καθώς ήταν μικρές και κατακερματισμένες, δεν είχαν την αυτονομία ανεξάρτητων κρατών. Παρ' όλο που η εισαγωγή και η επιβολή του απαρτχάιντ συνοδεύτηκε από τρομερή καταστολή των αντιδράσεων, στη Νότιο Αφρική υπήρξε συνεχής αντίσταση στο απαρτχάιντ. Πολιτικές ομάδες μαύρων, που συχνά υποστηρίζονταν και από συμπαθούντες λευκούς, αντιτάχθηκαν στο απαρτχάιντ χρησιμοποιώντας πολλές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένης βίας, απεργιών, διαδηλώσεων και στρατηγικών σαμποτάζ που συχνά προκαλούσαν σοβαρά αντίποινα από την κυβέρνηση. Η διεθνής κοινότητα είχε αποκηρύξει το σύστημα του απαρτχάιντ: το 1961 η Νότιος Αφρική υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την Βρετανική Κοινοπολιτεία από κράτη-μέλη που ήταν κριτικά προς το σύστημα του απαρτχάιντ και το 1985 οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας επέβαλαν επιλεκτικές οικονομικές κυρώσεις στη Νότιο Αφρική αντιδρώντας στην ρατσιστική πολιτική της. Καθώς η πίεση κατά του απαρτχάιντ μεγάλωνε τόσο στο εσωτερικό της Νοτίου Αφρικής, όσο και στο εξωτερικό, η Νοτιοαφρικανική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Προέδρου Ντε Κλερκ άρχισε να αποδομεί το σύστημα του απαρτχάιντ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το 1990 το Εθνικό Κόμμα νομιμοποίησε τα μέχρι τότε υπό απαγόρευση κογκρέσο των μαύρων. Το 1994 το Σύνταγμα της χώρας αναθεωρήθηκε και διεξήχθησαν για πρώτη φορά στην ιστορία ελεύθερες γενικές εκλογές. Με την εκλογή του Νέλσον Μαντέλα ως πρώτου μαύρου προέδρου της Νοτίου Αφρικής, και τα τελευταία ίχνη του απαρτχάιντ τέθηκαν επιτέλους εκτός νόμου.
Μια μαρτυρία
Σοβέτο
Το Σοβέτο είναι το γκέτο των μαύρων κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Το 1976 η εξέγερση των μαθητών εκεί άναψε το φυτίλι της αντίστασης κατά του απαρτχάιντ.
Το 1974 ο νεοδιόριστος υπουργός για την παιδεία των Μπαντού, Μάικλ Μπόθα, αποφάσισε να επιβάλλει μια μέχρι τότε αγνοημένη διάταξη της "Πράξης για την Εκπαίδευση των Μπαντού" που προέβλεπε η γλώσσα των Αφρικάανερ να χρησιμοποιείται ισότιμα με την Αγγλική ως μέσο διδασκαλίας. Η έλλειψη Αφρικάανερ δασκάλων και κατάλληλων βιβλίων είχε ως αποτέλεσμα στην εκπαίδευση να χρησιμοποιούνται τα Αγγλικά και αφρικανικές γλώσσες. Επειδή η γλώσσα των Αφρικάανερ συνδεόταν από τους Αφρικανούς, και ιδίως τους νέους και όσους συνδέονταν με τη "Μαύρη Συνείδηση", με τη γλώσσα των καταπιεστών, άρχισε να αναπτύσσεται αντίδραση σε αυτή τη νέα πολιτική από το 1975. Ορισμένα εκπαιδευτικά συμβούλια αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την πολιτική, γεγονός που οδήγησε στην απόλυση των μελών τους από την κυβέρνηση. Οι μαθητές άρχισαν να σαμποτάρουν τα μαθήματα.
Στις 16 Ιουνίου του 1976, εκατοντάδες μαθητές γυμνασίου στο Σοβέτο, την αφρικανική κωμόπολη δυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ, διαδήλωσαν ενάντια στην χρήση της γλώσσας των Αφρικάανερς.
Η αστυνομία αντέδρασε με ρίψη δακρυγόνων και έπειτα με πυροβολισμούς με αποτέλεσμα τουλάχιστον τρεις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Οι διαδηλωτές, με τους οποίους ενώθηκαν οργισμένα πλήθη των κατοίκων του Σοβέτο, που έφτασαν τις 15.000, αντέδρασαν με το να επιτεθούν και να κάψουν κυβερνητικά κτήρια. Η κυβέρνηση έστειλε κι άλλη αστυνομία και στρατό, καταστέλλοντας την εξέγερση μέσα σε λίγες μέρες, με κόστος τη ζωή 23 Αφρικανών σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία και 200 σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες.
Παρόμοιες εξεγέρσεις έγιναν και αλλού στην Νότιο Αφρική, με τη βία να συνεχίζεται και μέσα στα 1976-77. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1977, οι επίσημες αρχές μετρούσαν 494 μαύρους, 75 έγχρωμους, 1 Ινδιάνο και 5 λευκούς νεκρούς. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Στιβ Μπίκο, που το κίνημά του "Μαύρη Συνείδηση" επηρέασε τους μαθητές του Σοβέτο και κρατούνταν στην φυλακή επ' αόριστον, πέθανε από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κατά τη διάρκεια αστυνομικής ανάκρισης.
Αφρικάνερς ή Μπόερς
Η Οράνια, στη μέση της ερήμου Καρού, είναι μια πόλη 600 κατοίκων, αποκλειστικά λευκών Αφρικάνερς, που αποσύρθηκαν στις αρχές του '90 από τη σύγχρονη Νότιο Αφρική για να δημιουργήσουν μια καθαρή φυλετικά πατρίδα για τον εαυτό τους.
Οι Αφρικάνερς ή Μπόερς, γνωστοί και ως "λευκή φυλή της Νοτίου Αφρικής" είναι Ολλανδικής, Γαλλικής και Γερμανικής καταγωγής. Εγκαταστάθηκαν πρώτη φορά στην Νότιο Αφρική το 1652, όταν και δημιούργησαν αποικία στο Ακρωτήριο Καλής Ελπίδας προκειμένου να διακινούν πλοία προς και από τις αποικίες των Ανατολικών Ινδιών. Το 1814 η αποικία αυτή εντάχθηκε στην Βρετανική Αυτοκρατορία.
Στις 11 Οκτωβρίου 1899 ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο δημοκρατιών των Μπόερ (Transvaal και Orange Free State) και της Μεγάλης Βρετανίας που διήρκησε μέχρι τις 31 Μαΐου 1902 και έμεινε γνωστή ως "Πόλεμος των Μπόερ". Αιτία στάθηκε ο χρυσός της περιοχής.
Οι Βρετανοί ήθελαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους προκειμένου να τον ελέγχουν, ενώ οι Μπόερς ήθελαν να διατηρήσουν την αυτονομία και την κουλτούρα τους. Η ανάμνηση της ήττας στον "πόλεμο των Μπόερ" εξακολουθεί να υποκινεί στους Αφρικάνερς έντονα εθνικά συναισθήματα.
Από την στιγμή που εγκαταστάθηκαν στη Νότιο Αφρική οι Αφρικάνερς δυνάστευσαν τους ντόπιους πληθυσμούς. Είχαν την κυριαρχία στη διοίκηση, τις θέσεις εργασίας και τον φυσικό πλούτο. Από το 1948, με την ανάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Κόμμα, επέβαλαν την εξουσία τους και νομικά με το σύστημα του απαρτχάιντ.
Οι Αφρικάνερς ήταν, στην πλειοψηφία τους, αντίθετοι στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησε το 1990 ο τότε Πρόεδρος Ντε Κλερκ με τους έγχρωμους πληθυσμούς για την λύση του απαρτχάιντ. Ορισμένοι βέβαια από αυτούς, οργανωμένοι σε ομάδες, είχαν συμπαρασταθεί στους αγώνες των μαύρων.
Αυτή τη στιγμή οι Αφρικάνερς φτάνουν περίπου τα 3,5 εκατομμύρια ως πληθυσμός στη Νότιο Αφρική. Πολλοί από αυτούς μετά τον εκδημοκρατισμό αποφάσισαν να ενταχθούν στη νέα "πολύχρωμη" Νότιο Αφρική, άλλοι θέλησαν να φύγουν, και άλλοι κατέφυγαν σε ακραίες θέσεις όπως η απομόνωσή τους στη βάση της επίκλησης από μέρους τους της αρχής της αυτοδιάθεσης ή η βίαιη δράση, την οποία ακολουθούν ομάδες όπως οι Μποέρεμαγκ, σε σύνδεση με τη ναζιστική οργάνωση AWB και άλλες ανάλογες.
«Το απαρτχάιντ αποκτά οικουμενική διάσταση»
Ο Πίτερ Μπρουκ μιλάει για το νοτιοαφρικανικό έργο που ανέβασε στο Λονδίνο
Πηγή: Εξάντας
Εμφύλιος στην Αμερική
Η δουλεία αποτέλεσε κύρια αιτία του εμφυλίου πολέμου στενά συνδεδεμένη με τις ευρύτερες αντιθέσεις που παρατηρούνταν μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Αμερικής σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η οικονομική ανάπτυξη ήταν πολύ διαφορετική μεταξύ Νότου και Βορρά. Ο Νότος, λόγω κλίματος, ευνόησε τις μεγάλες φυτείες και από αυτές ειδικά το βαμβάκι που εξελίχτηκε σαν η πρώτη ύλη ένδυσης για την εποχή. Πέρα από το γεγονός πως αποτελούσε τον εφοδιαστή όλης της Βόρειας Αμερικής, ο Νότος εξήγαγε ήδη στην Ευρώπη μαζικά, μετατρέποντας αρκετούς πρώην αποίκους σε πλούσιους γαιοκτήμονες. Η εργασία σε τόσο μεγάλες εκτάσεις παρέμενε χειρωνακτική και οι νέγροι δούλοι που υπήρχαν ήδη από τον καιρό της αγγλοκρατίας κατάντησε το κυριότερο εργαλείο της. Η τρομερά γρήγορη ανάπτυξη αυτής της οικονομίας απαίτησε μοιραία και τη συνεχή αύξηση της δουλείας, οπότε ο Νότος έφτασε στο σημείο να κατοικείται κατά 20-30% από δούλους, κάτω από μια απειλητική ανοδική τάση που προμήνυε ότι στο μέλλον θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περιοχή με πολύ αραιό λευκό πληθυσμό.
Με τη Διακήρυξη Χειραφέτησης που υπογράφτηκε το 1862/63 και κυρίως τη 13η τροπολογία του Συντάγματος το 1865, περίπου 3,5 εκατομμύρια Αφροαμερικανοί — 40% του πληθυσμού των βόρειων πολιτειών προπολεμικά — απέκτησαν την ελευθερία τους, ενώ η θέση τους στην αμερικανική κοινωνία απασχόλησε έντονα τη χώρα κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης των ΗΠΑ (π. 1863-77)
Ρατσιστικές οργανώσεις
Κου Κλουξ Κλαν
Με τον όρο Κου Κλουξ Κλαν (Ku Klux Klan, KKK) αναφερόμαστε κυρίως σε δύο διακριτέςτρομοκρατικές οργανώσεις που έδρασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και υποστήριξαν το ιδεολόγημα της υπεροχής των λευκών έναντι των άλλων φυλών, τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και την ομοφοβία, καθώς και την αυτοχθονία. Αυτές οι οργανώσεις χρησιμοποίησαν συχνά την τρομοκρατία, τη βία και πράξεις εκφοβισμού, για να καταπιέσουν τους Αφροαμερικανούς και άλλες φυλετικές ομάδες.
Η ίδρυση της πρώτης Κου Κλουξ Κλαν χρονολογείται στις 24 Δεκεμβρίου 1865στο Πουλάσκι τουΤενεσί, αμέσως μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Ιδρύθηκε από έξι βετεράνους των Ομόσπονδων Πολιτειών και η δράση της διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1870. Η ονομασία «Κου Κλουξ Κλαν» προήλθε από σύνθεση της ελληνικής λέξης κύκλος (Κου Κλουξ) και της αγγλικής clan (φυλή).
Το 1915 δημιουργήθηκε μία δεύτερη διακριτή οργάνωση, στο όρος Στόουν της Ατλάντα, με ιδρυτή τον συνταγματάρχη και ιεροκήρυκα διαφόρων θρησκευτικών αδελφοτήτων Γουίλιαμ Τζόζεφ Σίμονς. Έφτασε στην ακμή της στη δεκαετία του 1920, περίοδο κατά την οποία διέθετε περισσότερα από 4.000.000 μέλη. Διαμορφώθηκε περισσότερο στα πρότυπα μίας αδελφότητας και ένα από τα κυριότερα σύμβολα της οργάνωσης υπήρξε ο καιόμενος σταυρός, ενισχύοντας το φυλετικό ρατσισμό της Κου Κλουξ Κλαν του 19ου αιώνα με την επιθετικότητα έναντι του Ρωμαιοκαθολικισμού και των Εβραίων αλλά και την ξενοφοβία. Κατά τη δεκαετία του 1930, ο αριθμός των μελών της μειώθηκε σημαντικά, μέχρι την προσωρινή διάλυσή της το 1944. Στη νεότερη ιστορία της, η Κου Κλουξ Κλαν ταυτίζεται με μικρότερες μεμονωμένες ομάδες, ενίοτε συνδεδεμένες με άλλες ακροδεξιές οργανώσεις, αριθμώντας στα τέλη του 20ου αιώνα μερικές χιλιάδες μέλη
Comments (0)
You don't have permission to comment on this page.